εηος

εηος
    ἑῆος
    ἑῆος, ἐῆος
    gen. к ἐΰς См. ευς

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εηος" в других словарях:

  • ἐῆος — ἐύς good gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑῆος — ἐύς good gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»